Μια ιστορία θα σου πω, που περιγράφει εμένα
γιατί δεν ξέρω να μιλώ, μα μοναχά να γράφω
ότι έχω μέσα μου κρυφό, δεν αφορά κανένα
παρά μονάχα τη καρδιά, που τα’χει φυλαγμένα
Ήταν που λες μια Κυριακή, με κρύο ποτισμένη
που να γνωρίσει θέλησε, τι γίνετε πιο πέρα
αναρωτιέται συνεχώς, μετά τι να συμβαίνει
και πάντα ήθελε να δει, πως είναι η Δευτέρα
Μα η Δευτέρα είναι μουντή, με σκέψεις τυλιγμένη
γιατί την πνίγει η μοναξιά και πάντοτε θα πλήττει
η ευτυχία είναι καλά, μες τη καρδιά κρυμμένη
και πάντα ήθελε να δει, πως είναι και η Τρίτη
Κι όμως η Τρίτη είναι ξερή, αποκομμένη απ’ όλα
όπως νησάκια ερημικά, κρυμμένα απ΄το χάρτη
λίγα σημάδια της χαράς, αυτά είναι όλα κι όλα
και πάντα ήθελε να δει, πως είναι η Τετάρτη
Αυτή στη μέση στέκεται, όλης της εβδομάδας
κι όπως θα λέγαν αγγλιστί, νιώθει πως είναι empty
πρέπει να καίει όμως εκεί, σαν η φωτιά μιας δάδας
και πάντα ήθελε να δει, πως είναι και η Πέμπτη
Η Πέμπτη δε λογάριαζε, ποτέ τη μοναξιά της
έδινε πάντοτε χαρά και μια καινούρια αυγή
όμως και αυτή το ’χει καλά, κρυμμένο στη καρδιά της
και πάντα ήθελε να δει, να΄ναι Παρασκευή
Ωραία μέρα γενικός, ο κόσμος βγαίνει έξω
μα η καημένη μοναχή, κοιτάζει παρακάτω
λέει “δεν θέλω να΄μαι εγώ, άλλο δεν θα τ’αντέξω”
και πάντα ήθελε να δει, πως είναι το Σαββάτο
Και το Σαββάτο είναι χαρά, φωνές και τραγουδάκια
γλέντι, ποτά ή αγκαλιές, τους βρίσκει το πρωί
μα είναι κι αυτό ανήσυχο, σαν τα μικρά παιδάκια
και πάντα ήθελε να δει, πως ειν΄ η Κυριακή
Έτσι λοιπόν είμαι και εγώ, τίποτα δεν μου φτάνει
όπου κι αν πάω με φυσά, αλλιώτικος αέρας
μα η αναζήτηση αυτή, μόνο κακό μου κάνει
γιατί δεν ζω πραγματικά, την ομορφιά της μέρας